- κερατόλιθος
- Πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα, που σχηματίζεται μέσα στη θάλασσα. Η προέλευσή του είναι χημική ή οργανογενής (πιθανότατα από τη διαγένεση των διατόμων του πλαγκτόν της θάλασσας). Το χρώμα του είναι τεφρό, μαύρο ή ερυθρωπό. Ο κ. αποτελείται από χαλαζία, χαλκηδόνιο και οπάλιο. Οι διαστρώσεις του εναλλάσσονται με αργιλικούς σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους. Στην Ελλάδα, ο σχιστοκερατόλιθος βρίσκεται παντού, κυρίως μέσα στις ιουρασικές αποθέσεις της ανατολικής και δυτικής Ελλάδας.
* * *ο(πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία τού διοξειδίου τού πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή τού χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις, αλλ. πυριτόλιθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + λίθος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. chert and flint].
Dictionary of Greek. 2013.